
Η αιφνίδια – για κάποιους αναμενόμενη για άλλους – παραίτηση του πρωθυπουργού Σεμπαστιάν Λεκορνί εχθές σφράγισε την πιο σύντομη θητεία επικεφαλής κυβέρνησης στη σύγχρονη γαλλική ιστορία και βύθισε ακόμη βαθύτερα το Παρίσι σε μια κρίση νομιμοποίησης και διακυβέρνησης χωρίς ορατό τέλος. Ο Λεκορνί αποχώρησε μόλις 27 ημέρες μετά τον διορισμό του, σε ένα περιβάλλον όπου η αντιπολίτευση ετοιμαζόταν για ακόμη μία ψήφο δυσπιστίας και οι αγορές έδειχναν έκδηλη αυτή τη φορά νευρικότητα για τον προϋπολογισμό και το χρέος του «Εξαγώνου». Η παραίτηση έγινε δεκτή από τον Εμανουέλ Μακρόν και προκάλεσε νέο κύμα αβεβαιότητας, με τον πρόεδρο να καλείται να επιλέξει μεταξύ ορισμού νέου πρωθυπουργού ή προσφυγής σε κάλπες, ενώ ο πιστωτικός κίνδυνος είναι κάτι περισσότερο από εμφανής και οι πιστοληπτικοί οίκοι δεν χάνουν ευκαιρία δημόσια και καθαρά να το αναδεικνύουν.
Η ουσία της κρίσης είναι βαθύτερη από τα πρόσωπα. Από τις πρόωρες εκλογές του 2024 και έπειτα, η Γαλλία ζει με ένα τετραπολικό κοινοβούλιο χωρίς σαφή πλειοψηφία. Αριστερά, ακροαριστερά, ακροδεξιά και προεδρικό κέντρο αλληλοεξουδετερώνονται. Η υπόσχεση «πολιτικής ανανέωσης» αποδείχθηκε δύσκολη όταν το κυβερνητικό σχήμα του Λεκορνί έμοιαζε περισσότερο με συνέχεια παρά με ρήξη, υπονομεύοντας εξαρχής την ικανότητά του να διαπραγματευτεί στη Βουλή. Το αποτέλεσμα ήταν ένα προληπτικό «χειρόφρενο» πριν τη σύγκρουση για τον προϋπολογισμό του 2026 — μια σύγκρουση που απειλεί να εκτραπεί και να μετατραπεί σε θεσμική παράλυση.
Για τον Μακρόν, οι επιλογές είναι λίγες – ξεκάθαρες εδώ και καιρό αλλά όλες «ακριβές» πολιτικά. Η πρώτη είναι ο διορισμός ενός ακόμη πρωθυπουργού — πιθανόν τεχνοκρατικού προφίλ — με εντολή να αναζητήσει ελάχιστες, θεματικές πλειοψηφίες (προϋπολογισμός, άμυνα, βιομηχανική πολιτική είναι θέματα εξόχως πιεστικά και πολωτικά). Το ρίσκο εδώ είναι προφανές καθώς χωρίς αριθμητική ασφάλεια, κάθε κρίσιμο νομοσχέδιο θα μετατρέπεται ημιαυτόματα σε όμηρο τακτικισμών. Η δεύτερη επιλογή είναι η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και νέες εκλογές, αλλά με την Εθνική Συσπείρωση του Ζορντάν Μπαρντελά και της Μαρίν Λεπέν σε ανοδική τροχιά και την αριστερά διχασμένη, η πιθανότητα περαιτέρω αστάθειας δεν μειώνεται, αντίθετα μοιάζει να κλιμακώνεται σε πρωτόγνωρα για τη 5η Γαλλική Δημοκρατία επίπεδα. Η τρίτη — θεωρητικά ακραία — επιλογή θα ήταν ένα περιορισμένου ορίζοντα «κυβερνητικό συμβόλαιο» με διακομματικές δεσμεύσεις για συγκεκριμένα κεφάλαια πολιτικής, όμως απαιτεί επίπεδα εμπιστοσύνης που σήμερα εκλείπουν όπως και τα κεφάλαια από τα Γαλλικά δημόσια ταμεία.
Επικοινωνιακά, ο Μακρόν χρειάζεται να ανακτήσει την πρωτοβουλία με μια αφήγηση που θα υπερβαίνει την τεχνική γλώσσα των ελλειμμάτων. Η γαλλική κοινωνία ζητά ορατές αποδείξεις αποτελεσματικότητας στο κόστος ζωής, στην ασφάλεια, στην παιδεία και στην υγεία. Χωρίς απτά αποτελέσματα, η κόπωση από τις «κυβερνήσεις-ασανσέρ» θα ενισχύσει την αντισυστημικότητα. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή διάσταση — από τους δημοσιονομικούς κανόνες μέχρι τη βιομηχανική πολιτική και την άμυνα — επιβάλλει στο Παρίσι να παραμείνει λειτουργικό, αλλιώς η Γαλλία ρισκάρει να μετατραπεί από «κινητήρας» σε «βαρίδι» της Ε.Ε και είναι δεδομένο πως κάτι τέτοιο μετά την Ελληνική κρίση έχει πάψει να είναι «ταμπού» για τους θεσμούς παρά την τεράστια διαφορά μεγεθών.
Η χρηματοπιστωτική πίεση είναι το δεύτερο μισό της εξίσωσης. Με έλλειμμα σημαντικά πάνω από το 3% και χρέος κοντά στο 115% του ΑΕΠ, οι οίκοι προειδοποιούν ότι η πολιτική παράλυση δυσχεραίνει τις δημοσιονομικές προσαρμογές. Κάθε νέα αλλαγή πρωθυπουργού χωρίς σταθερό σχέδιο εντείνει το κόστος δανεισμού και ταλαντεύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Με άλλα λόγια, η πολιτική κρίση τροφοδοτεί οικονομική αβεβαιότητα, η οποία με τη σειρά της κλείνει τον χώρο ελιγμών της όποιας επόμενης κυβέρνησης.
Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, η Γαλλία είδε τρεις κυβερνήσεις να καταρρέουν ή να αποχωρούν: του Μισέλ Μπαρνιέ (Δεκέμβριος 2024), η οποία έπεσε με ψήφο δυσπιστίας — η πρώτη επιτυχής από το 1962· του Φρανσουά Μπαϊρού (Σεπτέμβριος 2025), που αποδοκιμάστηκε από την Εθνοσυνέλευση· και τώρα του Σεμπαστιάν Λεκορνί (Οκτώβριος 2025), που παραιτήθηκε προτού δοκιμαστεί στις κάλπες της Βουλής. Για να εκτιμήσει κανείς την πρωτοτυπία της συγκυρίας: στην Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία (από το 1958) υπήρξε μόλις μία επιτυχής ψήφος δυσπιστίας πριν από το 2024 — εναντίον της κυβέρνησης Ζορζ Πομπιντού το 1962 — ενώ οι κυβερνητικές αλλαγές, αν και όχι σπάνιες, συνήθως δεν συνέβαιναν με τόσο πυκνό ρυθμό ούτε υπό τέτοια κοινοβουλευτική πολυδιάσπαση. Το «τρίπτυχο» Δεκ. 2024–Οκτ. 2025 συνιστά, λοιπόν, μια ιστορική εξαίρεση έντασης και συχνότητας αποσταθεροποίησης για τα δεδομένα της 5ης Δημοκρατίας.
Τι μέλλει γενέσθαι; Βραχυπρόθεσμα, ο Μακρόν θα επιχειρήσει να ορίσει διάδοχο στο Ματινιόν που να διαθέτει δύο ελάχιστες ικανότητες: να «ραφτει» θεματικές πλειοψηφίες και να κερδίσει χρόνο στις αγορές. Χωρίς αυτούς τους δύο όρους, η Γαλλία θα διολισθήσει σε έναν φαύλο κύκλο: περισσότερη πολιτική αστάθεια, ακριβότερη χρηματοδότηση, λιγότερη δυνατότητα άσκησης πολιτικής. Μεσοπρόθεσμα, το Παρίσι χρειάζεται έναν ειλικρινή συμβιβασμό πάνω σε τρεις πυλώνες: ρεαλιστικό δημοσιονομικό μονοπάτι, μεταρρυθμίσεις που αγγίζουν τον μέσο πολίτη και έναν λειτουργικό κοινοβουλευτισμό που δεν θα καθίσταται όμηρος της πόλωσης. Χωρίς αυτά, η «κρίση Λεκορνί» θα μείνει μόνο ως το πιο πρόσφατο σύμπτωμα μιας βαθύτερης θεσμικής κόπωσης — όχι ως αφετηρία εξόδου από αυτήν.
Πηγή: FANTOMAS.GR
Leave a Reply