
Το πρόσφατο διπλωματικό επεισόδιο στη Βεγγάζη, με την κήρυξη της
ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας ως persona non grata, στέλνει ένα
ξεκάθαρο μήνυμα: ‘’Πως δεν γίνεται αποδεκτή ούτε νομιμοποιείται
οποιαδήποτε ξένη αποστολή που δεν αναγνωρίζει επίσημα και δεν
αποδέχεται τη θεσμική εκπροσώπηση της κυβέρνησης της Ανατολικής
Λιβύης και του Στρατηγού Χαφτάρ’’
Ειδικότερα, ο Χαφτάρ επιχειρεί να αποκτήσει μεγαλύτερη
διαπραγματευτική ισχύ και να αναδείξει τον ρόλο του ως κρίσιμου
παράγοντα στην αναζήτηση πολιτικής λύσης.
Αυτή η προσέγγιση δεν είναι παρά ένα εργαλείο επιβίωσης, που
στοχεύει στη διατήρηση του status quo στα ανατολικά εδάφη, υπό τον
έλεγχό του και στη διεθνή νομιμοποίηση του ρόλου του, ώστε να
συμμετάσχει ισότιμα σε μελλοντικούς πολιτικούς συμβιβασμούς.
Πράγματι, όταν εξετάζουμε τις Ελληνο-Λιβυκές σχέσεις, δεν μπορούμε
να παρακάμπτουμε τον στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας, διότι η Λιβύη
(ιδίως υπό την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Τρίπολης), έχει
μετατραπεί σε προτεκτοράτο της.
Δεν πρόκειται απλώς για μια διπλωματική επιρροή ή στρατιωτική
συνεργασία, αλλά για μια δομική σχέση εξάρτησης: πολιτικής,
στρατιωτικής και οικονομικής.
Σε αυτό το ρευστό τοπίο, η Ελλάδα δεν καλείται απλώς να διαχειριστεί
μια παραδοσιακή διπλωματική σχέση, αλλά να αντιμετωπίσει την
Τουρκία ως θεσμικό εγγυητή της Λιβυκής κυβέρνησης.
Υπό το πρίσμα αυτό, η ελληνική διπλωματία δεν μπορεί να προσεγγίζει
τη Λιβύη με παραδοσιακά εργαλεία, αλλά μέσω μιας πολυδιάστατης
στρατηγικής επαναπροσέγγισης, η οποία θα πρέπει να βασίζεται στον
σεβασμό της κυριαρχίας και των θεσμών όλων των πλευρών, αλλά και
στην αναζήτηση κοινών συμφερόντων που μπορούν να υπηρετήσουν
τη σταθερότητα και την ευημερία στην περιοχή.
Η Ελλάδα οφείλει να επιδιώξει ανοιχτούς και ισορροπημένους διαύλους
επικοινωνίας και συνεργασίας τόσο με την Κυβέρνηση Εθνικής
Ενότητας στην Τρίπολη όσο και με τις αρχές στη Βεγγάζη, χωρίς
αποκλεισμούς και μονομερείς προσεγγίσεις. Παράλληλα, η Αθήνα
μπορεί να αξιοποιήσει τον θεσμικό της ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση
και στον ΟΗΕ για να προωθήσει μια κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική στη
Λιβύη, επικεντρωμένη στη σταθερότητα, την αποτροπή παράνομων
συμφωνιών όπως το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο και την ενίσχυση της
δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει την οικονομική της
παρουσία στη Λιβύη μέσω επενδύσεων σε κρίσιμους τομείς, όπως οι
υποδομές λιμένων, η ενέργεια και τα Logistics, συμβάλλοντας έτσι στην
ανοικοδόμηση και την ανάπτυξη της χώρας.
Η στρατηγική αυτή δεν είναι απλώς αναγκαία, αλλά καθοριστική για να
αναδειχθεί η Ελλάδα ως αξιόπιστος και σταθερός εταίρος στη Λιβύη,
αντισταθμίζοντας έτσι την τουρκική παρουσία και διαμορφώνοντας ένα
πιο ισορροπημένο και ασφαλές περιφερειακό περιβάλλον.
Η Ελλάδα δεν καλείται να διαχειριστεί απλώς ένα ανθρωπιστικό ή
κοινωνικό φαινόμενο, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σύνθετη,
υβριδικού χαρακτήρα απειλή: την εργαλειοποίηση της μετανάστευσης
από κράτη όπως η Τουρκία, που χρησιμοποιούν τις ροές ως μέσο
άσκησης πίεσης.
Όπως και στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον Έβρο το
Φεβρουάριο–Μάρτιο του 2020 έτσι και τώρα, η Τουρκία και άλλοι
δρώντες που ασκούν επιρροή στην περιοχή προσπαθούν να
αξιοποιήσουν τους μετανάστες ως γεωπολιτικό όπλο υβριδικού
πολέμου, με απώτερο στόχο την υπονόμευση της κοινωνικής συνοχής,
της εσωτερικής σταθερότητας και της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας
και της Ευρώπης γενικότερα.
Αντίστοιχες τακτικές έχουν παρατηρηθεί και κατά το παρελθόν. Για
παράδειγμα, ο πρώην Πρόεδρος της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι το 2010
είχε δηλώσει ότι η Ε.Ε. πρέπει να πληρώνει στη Λιβύη τουλάχιστον 5
δισ. Ευρώ ετησίως για να σταματήσει η παράνομη αφρικανική
μετανάστευση και να αποφευχθεί μια «μαύρη Ευρώπη».
Επιπρόσθετα, απαντώντας ο κ. Καντάφι στις πιέσεις που δεχόταν από
ηγέτες της Ευρώπης στις αρχές του 2011 για να παραιτηθεί, απείλησε
ευθέως την Ε.Ε. ότι θα σταματήσει να υποστηρίζει τον αγώνα κατά της
τρομοκρατίας και της λαθρομετανάστευσης, ώστε να πλημμυρίσει η
Γηραιά Ήπειρος από φανατικούς ισλαμιστές και Αφρικανούς.
Την ίδια επιχειρηματολογία σε συνδυασμό με χρήση πιο ακραίας
ρητορικής ακολούθησε και ο Τούρκος Πρόεδρος κ. Ερντογάν για να
ασκήσει πίεση στην Ε.Ε., και να λάβει στήριξη κατά την υλοποίηση των
επιλογών της εξωτερικής του πολιτικής.
Συγκεκριμένα, το 2016 λίγο πριν την συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία
και την Ε.Ε. για το μεταναστευτικό ο κ. Ερντογάν απείλησε ότι θα ανοίξει
τις πύλες και θα στείλει 600.000 μετανάστες στην Ευρώπη, ώστε να
εξασφαλίσει πόρους 6,5 δισ. Ευρώ και περισσότερα οφέλη από την εν
λόγω συμφωνία.
Υπό το πρίσμα αυτό, η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει σε αυστηρά και
στοχευμένα μέτρα αποτροπής σε εθνικό επίπεδο, ενισχύοντας την
επιχειρησιακή της ετοιμότητα και την κοινωνική της ανθεκτικότητα.
Παράλληλα, καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην
ανάδειξη του ζητήματος ως ευρωπαϊκής προτεραιότητας, ασκώντας
πίεση για την υιοθέτηση μιας πιο συνεκτικής και ισχυρής ευρωπαϊκής
στρατηγικής ασφάλειας.
Μιας στρατηγικής που θα προστατεύει αποτελεσματικά τα εξωτερικά
σύνορα της Ένωσης και θα αντιμετωπίζει με ενιαίο τρόπο τις υβριδικές
απειλές και τις απόπειρες αποσταθεροποίησης που εκδηλώνονται στην
ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η κυβέρνηση της Τρίπολης εκτιμά ότι στη Λιβύη βρίσκονται
σήμερα 3 έως 4 εκατομμύρια παράνομοι μετανάστες. Εάν
επιχειρηθεί μαζική μετακίνησή τους, είναι βέβαιο ότι θα τεθεί
σοβαρό ζήτημα ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής τόσο για τις
χώρες πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, όσο και
για την Ε.Ε. συνολικά. Τι
Το ενδεχόμενο μιας μαζικής και οργανωμένης μετακίνησης
εκατομμυρίων μεταναστών από τη Λιβύη προς την Ελλάδα και την
Ευρώπη συνιστά όχι απλώς μια ανθρωπιστική ή κοινωνική πρόκληση,
αλλά μια υβριδικού τύπου κρίση ασφάλειας, ενταγμένη σε ένα ευρύτερο
σχέδιο στρατηγικής εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού.
Πρόκειται για μια εν δυνάμει ασύμμετρη απειλή που στοχεύει στην
υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας, της κοινωνικής συνοχής και της
θεσμικής σταθερότητας των χωρών πρώτης γραμμής, δοκιμάζοντας
παράλληλα την επιχειρησιακή, πολιτική και συστημική ανθεκτικότητα
του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Μέσα σε αυτό το δυσμενές και ρευστό περιβάλλον, η ελληνική
κυβέρνηση αντέδρασε έγκαιρα, υιοθετώντας ένα πακέτο έκτακτων
μέτρων αποτροπής που στοχεύει αφενός στην ανάσχεση των
μεταναστευτικών ροών από τη Λιβύη αφετέρου στην αποστολή ενός
σαφούς και αποφασιστικού μηνύματος προς τους διακινητές και τους
οργανωτές αυτής της υβριδικής απειλής.
Η προσωρινή αναστολή εξέτασης αιτημάτων ασύλου και η σύσταση
κλειστής δομής στην Κρήτη αποσκοπούν στην άμεση ενίσχυση της
επιχειρησιακής ικανότητας ελέγχου των συνόρων, ενώ η πρόβλεψη για
συνεργασία με τις λιβυκές αρχές και τις Ένοπλες Δυνάμεις καταδεικνύει
την πρόθεση της κυβέρνησης να προσεγγίσει το ζήτημα ολιστικά με
συνδυασμό διπλωματικών, στρατιωτικών και διαχειριστικών εργαλείων.
Παράλληλα, η Ελλάδα πρέπει να αναδείξει το ζήτημα στο πλαίσιο του
ΝΑΤΟ και να ζητήσει να αναγνωριστεί ως υβριδική απειλή ασφάλειας
για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες υποδοχής όπου ταυτόχρονα,
επηρεάζει και τη Συμμαχία συνολικά.
Επιπλέον, η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει τη συνεργασία με χώρες
πρώτης εισόδου όπως η Ιταλία, η Μάλτα και η Κύπρος, ώστε να
διαμορφώσουν ένα κοινό μέτωπο αποτροπής.
Leave a Reply